ασφόγγιστος
Смотреть что такое "ασφόγγιστος" в других словарях:
ασφόγγιστος — και ασφούγγιστος και ασπόγγιστος, η, ο αυτός που δεν σφουγγίστηκε, που δεν σκουπίστηκε … Dictionary of Greek
ασκούπιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε σκουπίστηκε με την πετσέτα, ασφόγγιστος: Πλύθηκα, αλλά είμαι ακόμη ασκούπιστος. 2. ασάρωτος: Τα δωμάτια τα είχε ασκούπιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)